- μεταφρίσσω
- μεταφρίσσω,A get a chill, Hp.Coac.110 (= φρίσσω in Prorrh.1.136).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταφρίσσω — (Α) 1. ανατριχιάζω, ριγώ μετά από κάτι 2. φρίσσω, ριγώ, ανατριχιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»] … Dictionary of Greek
μεταφρίξαντες — μεταφρίσσω get a chill aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)